- ἀλέγειν
- ἀλέγωhave a carepres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μέλημα — το (ΑM μέλημα [μέλω] 1. αντικείμενο μελέτης και φροντίδας, αυτό για το οποίο μεριμνά κάποιος (α. «νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα», Πίνδ. β. «το μόνο μέλημά του ήταν η εξυπηρέτηση τού συμφέροντος τής πολιτείας») 2. μέριμνα, φροντίδα αρχ. 1. χρέος,… … Dictionary of Greek